Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Η μαγική στιγμή του Φεγγαριού


Ήταν εκείνη η ώρα που τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος παίρνουν να σκουραίνουν. Εκεί που ψυχραίνει το μπλε του ουρανού, το μοβ του σύννεφου. Εκεί που το ασημόλευκο του φεγγαριού δειλά δειλά κάνει την εμφάνισή του, χαιρετώντας τον ήλιο καθώς χάνεται στη θάλασσα. Λίγοι γνωρίζουν το μυστικό αυτής της ώρας. Λίγοι έχουν ανακαλύψει την μαγική της αύρα.

Η Νιόβη ξαπλωμένη στον πέτρινο τοίχο του παλιού κάστρου περίμενε υπομονετικά. Με το βλέμμα καρφωμένο στον ήλιο, που όλο και βυθιζόταν στα ήσυχα νερά του κρητικού πελάγους, περίμενε.
Βλέποντας και τις τελευταίες αχτίδες να χάνονται ανακάθισε γρήγορα και με διψασμένα μάτια κοίταξε γύρω της. Άκουσε γύρω της. Μύρισε γύρω της. Σήκωσε σιγά σιγά τα χέρια και ένοιωσε το χάδι του αέρα. Έγλειψε το κάτω χείλος της και γεύτηκε το αλάτι της θαλασσινής αύρας. Αφέθηκε με όλες της τις αισθήσεις στο αλλόκοσμο. Οι θόρυβοι χάθηκαν αφήνοντας τους ήχους της νύχτας, να πάρουν τη θέση τους για λίγα μαγικά λεπτά. Το θρόισμα των φύλλων στα αρμυρίκια, το περιστασιακό κελάηδισμα κάποιου μακρινού πουλιού. Η ρήγμινα της θάλασσας να κρατάει το ρυθμό... Μια απαλή αύρα σήκωσε τα φθινοπωρινά πεσμένα φύλλα που χορέψανε νωχελικά μαζί της στη μαγική μουσική. Και το φεγγάρι, δυνατότερο κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, έγινε η μοναδική πηγή φωτός στο έρημο κάστρο. Ένας μόνος προβολέας στην σκηνή αρχαίου θεάτρου.

Η Νιόβη σιωπηλή, όσο πιο σιγά και αθόρυβα μπορούσε, κατέβηκε από τον τοίχο. Τα πόδια της δεν έβγαλαν κανέναν ήχο όταν πάτησε στη γη. Ευλαβικά σχεδόν ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό. Στο φεγγάρι. Και Εκείνο, για άλλη μια φορά, της χάρισε αυτό που του ζητούσε. Μέσα στα φύλλα που χορεύανε με την υπόκρουση της συμπαντικής μουσικής, κάτω από το φως του φεγγαριού και με τη ρήγμινα να της δίνει τον ρυθμό, με τη γεύση του αλατιού και το άρωμα νυχτολούλουδου και θάλασσας, η Νιόβη, όπως κάθε βράδυ, υψώθηκε λίγα χιλιοστά πάνω από το έδαφος και χορεύοντας κατέβηκε τις αρχαίες πέτρες. Με τους ψιθύρους από τις φωνές του παρελθόντος και το απαλό χάδι του φεγγαριού πέταξε από το κάστρο. Τα κατάμαυρα μαλλιά της ανέμιζαν γύρω της απαλά και το ολόλευκο φόρεμα κυμάτιζε γύρω από τους αστραγάλους της ενώ εκείνη λικνιζόταν στο ρυθμό του σύμπαντος. Μια λευκή οπτασία σε φόντο μαύρου σχεδόν ουρανού.

Κι έτσι, όσο μαγικά και ήσυχα άρχισε τόσο μαγικά και ήσυχα τέλειωσε. Το φεγγάρι την άφησε να πατήσει ξανά στο έδαφος, μόλις εκείνη πέρασε και την τελευταία αρχαία πέτρα. Η βαρύτητα την ξύπνησε. Την έκανε να ανοίξει τα μάτια. Στράφηκε και κοίταξε το κάστρο, που στεκόταν μεγαλοπρεπώς πάνω από τη θάλασσα. Και κάπου στα δεξιά του τελευταίου του πύργου, μια φλούδα ασημένιου φεγγαριού στόλισε τη μνήμη της με μια από τις πιο όμορφες εικόνες. Ψελλίζοντας το συνηθισμένο της ευχαριστώ γύρισε την πλάτη της και ξεκίνησε να βαδίζει προς την πόλη, ενώ οι θόρυβοι γύρω της ξυπνούσαν ξανά. Ταπ, ταπ, ταπ, τα βήματα της...

~ Copyright © Maria Nikolopoyloy ~ All rights reserved, 

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Οι πεταλούδες στο σκοτάδι


Το κορίτσι είχε καρφώσει το βλέμμα του στον νυχτερινό ουρανό, ακριβώς μπροστά από το φως του προβολέα, που καρφωμένος στον εξωτερικό τοίχο του κτιρίου φώτιζε όλων των ειδών τα έντομα να χορεύουν. Της θύμιζαν κλωστές από φωτιά που στριφογύριζαν και πετούσαν σε ακανόνιστες ελικοειδείς πορείες. Τα έντομα φαίνονται τόσο όμορφα το βράδυ. Με την μουσική υπόκρουση του μαγαζιού έξω από το οποίο καθόταν έμοιαζε με μια υπέροχη , καλοστημένη παράσταση απ' τους πιο φίνους χορευτές.
Πολλές φορές αναρωτιόταν μήπως το φως της μέρας παραπλανούσε και της φαίνονταν τόσο πιο τρομακτικά, όχι μόνο τα έντομα, μα τα πάντα. Και τη νύχτα με τα διάφορα τεχνητά, αδύναμα σε σχέση με το φως του ήλιου φώτα και το πυκνο σκοτάδι γύρω τους, παίρναν την πραγματική τους μορφή. Τόσο πιο ακανόνιστη και συγκεχυμένη. Τόσο πιο προσιτή κι απρόσιτη μαζί. Την προτιμούσε τελικά τη νύχτα. Αγαπούσε το φεγγάρι και τ' αστέρια. Το ημίφως και το μυστήριο του παραπέρα.
Πάντα αυτό την κέντριζε στη νύχτα. Τι να υπάρχει παραπέρα στο σκοτάδι. Εκεί που δε φτάνει κανένα φως. Πάντα πίστευε πως χωρίς σκοτάδι δεν υπάρχει φως κι όχι χωρίς το φως σκοτάδι. Πως το σκοτάδι δημιούργησε το φως για να κρύβεται πίσω του. Να λουφάζει εκεί που εκείνο δεν το φτάνει και να ηρεμεί. Να παίρνει την πραγματική του μορφή και να χαζεύει το τίποτα και το πάντα. Έτσι και το κορίτσι. Λούφαζε εκεί που δεν το έφτανε κανείς, έπαιρνε την πραγματική του μορφή και αγνάντευε το τίποτα και το πάντα. Έκατσε στην ίδια θέση ώρα πολλή βλέποντας τον όμορφο χορό να ξεθωριάζει με το πρώτο φως της μέρας. Κοίταξε απογοητευμένη τον ήλιο που ανέτειλε, ενώ όλα γύρω της ξαναγίνονταν συγκεκριμένα και δυσπρόσιτα.
Σαν απόρθητα κάστρα που την αποκάρδιωναν, που της σκότωναν και την παραμικρή ελπίδα να τα πλησιάσει και τη χλεύαζαν. Τα τσιμεντένια κτίρια, το έρημο πια μπαράκι στην άκρη της παραλίας λίγα μόλις μέτρα από το νερό, τα αλμυρίκια που μειδίαζαν θα έλεγες κουνώντας νωχελικά τα κλαδιά και τα φύλλα τους στην πρωινή αύρα, τα παγκάκια από κάτω τους στολισμένα με άδεια κουτάκια μπύρας κι αποτσίγαρα, που άφησαν οι βραδινοί τους επισκέπτες, το λιμάνι ακριβώς απέναντι με τα ψαροκάικα και τα ιστιοφόρα των παραθεριστών... Όλα την έδιωχναν. Της φώναζαν να φύγει μακριά τους. Της τραγουδούσαν χαρούμενα πως δεν τα άντεχε στο φως της μέρας και την έσπρωχναν- θα ορκιζόταν πως την έσπρωχναν - μακριά.
Σηκώθηκε βιαστικά και τα χαλίκια έτριζαν κάτω από το γοργό της βάδισμα. Σε λίγο βρισκόταν στο σπίτι της. Εκεί βασίλευε ησυχία και σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν ακόμη ξύπνιος για να ανοίξει τα παντζούρια και να αρχίσουν οι γνώριμοι ήχοι του σπιτιού. Γλίστρησε αθόρυβα στο δωμάτιο της και χώθηκε κάτω από το λεπτό σεντόνι της κοιτώντας εκνευρισμένη μια μικρή αχτίδα φωτός που πάρα τα ερμητικά κλειστά παραθυρόφυλλα και τις βαριές, σκούρες κουρτίνες κατάφερνε να τρυπώσει στο χώρο της και να τον βεβηλώσει. Να πληγώσει το πολύτιμο σκοτάδι της. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της από τις σκέψεις που την απασχολούσαν. Κι από εκείνες τις οποίες δεν τολμούσε καν να παραδεχτεί, μα συνεχώς της ψιθύριζαν στο αυτί πόσο δειλή ήταν. Πόσο τη βόλευε να μένει στο σκοτάδι. Πόσο το σκοτάδι φοβότανε το φως. Πόσο στο σκοτάδι βασίλευε στο τίποτα κι όχι στο πάντα. Πόσο πιο όμορφες ήταν οι πεταλούδες στο φως.

~ Copyright © Maria Nikolopoyloy~ All rights reserved

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

moon and stone



~ Copyright © Maria Nikolopoyloy ~ All rights reserved, 

Οι χειμώνες μας

Οι χειμώνες μας

Κάθε βράδυ βροχοτράτηδες χειμώνες μας στενεύουνε στις μοίρες,
του ταξιδιού τις μοίρες-τις μοίρες του γραμμένου.
Με τ'αστέρια στις ατένες να ατενίζουν τις καρδιές,
με τις καρδιές στα στήθη να σφίγγγουν σαν περόνη
και την περόνη να ενώνει κούφιες αέρινες πομπές.
Πομπές που κόκκινες πορεύονται στη Δύση
που άλλοτε μικρές κι αλλόφρονες αναζητούσαν λύση
και πια η πίστη τις στήνει στις κολώνες.
Και πια η πίστη μωβίζει,χάνεται μες στις ανεμώνες...
Κι όλο φτερά κι όλο σκαριά κι όλο όνειρα τελώνες,
να ζητάνε τους βαθείς, τους απάτητους καημούς, τους χρυσαφένιους μόχθους .
Και τα φεγγάρια να κηνυγιούνται με τους ήλιους
καθώς οι άνθρωποι ζητάμε μοναχά φωτισμένους ουρανούς
και γλυκαναστημένους πόθους ...

~ Copyright © Maria Nikolopoyloy ~ All rights reserved

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Black Swan



~ Copyright © Maria Nikolopoyloy~ All rights reserved, 

Ώσπου τα μάγια να λυθούν

              Ώσπου τα μάγια να λυθούν
Μια ασημένια σκιά, κυνήγι παίζει με μια μαύρη.
Κι όλο αλλάζει κι όλο χάνεται στις δίνες του νου
σ'ενα πλέγμα όλο αλλιώτικα αλλιώς και παχύ ουρανού.
Κι εσύ στη μέση να κοιτάς τους πέντε δρόμους,
με λύπες γλυκές και χαρές πιο πικρές,
με Θείες νοσταλγίες, χάζι να κάνουμε από πάνω
 του κόσμου τις αργίες.
Κι όπου το βλέμμα σου καθίσει αλλάζει η ουσία...
Παρούσα στο ποτέ στο πάντα και στο πότε.
Με ερωτηματικό μεγάλο,κεφαλαίο αυτό το μικρό,
το μικρότατο το πότε.
-Πότε?
-Ως τότε που τα μάγια θα λυθούν...

~ Copyright © Maria Nikolopoyloy ~ All rights reserved