Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Οι πεταλούδες στο σκοτάδι


Το κορίτσι είχε καρφώσει το βλέμμα του στον νυχτερινό ουρανό, ακριβώς μπροστά από το φως του προβολέα, που καρφωμένος στον εξωτερικό τοίχο του κτιρίου φώτιζε όλων των ειδών τα έντομα να χορεύουν. Της θύμιζαν κλωστές από φωτιά που στριφογύριζαν και πετούσαν σε ακανόνιστες ελικοειδείς πορείες. Τα έντομα φαίνονται τόσο όμορφα το βράδυ. Με την μουσική υπόκρουση του μαγαζιού έξω από το οποίο καθόταν έμοιαζε με μια υπέροχη , καλοστημένη παράσταση απ' τους πιο φίνους χορευτές.
Πολλές φορές αναρωτιόταν μήπως το φως της μέρας παραπλανούσε και της φαίνονταν τόσο πιο τρομακτικά, όχι μόνο τα έντομα, μα τα πάντα. Και τη νύχτα με τα διάφορα τεχνητά, αδύναμα σε σχέση με το φως του ήλιου φώτα και το πυκνο σκοτάδι γύρω τους, παίρναν την πραγματική τους μορφή. Τόσο πιο ακανόνιστη και συγκεχυμένη. Τόσο πιο προσιτή κι απρόσιτη μαζί. Την προτιμούσε τελικά τη νύχτα. Αγαπούσε το φεγγάρι και τ' αστέρια. Το ημίφως και το μυστήριο του παραπέρα.
Πάντα αυτό την κέντριζε στη νύχτα. Τι να υπάρχει παραπέρα στο σκοτάδι. Εκεί που δε φτάνει κανένα φως. Πάντα πίστευε πως χωρίς σκοτάδι δεν υπάρχει φως κι όχι χωρίς το φως σκοτάδι. Πως το σκοτάδι δημιούργησε το φως για να κρύβεται πίσω του. Να λουφάζει εκεί που εκείνο δεν το φτάνει και να ηρεμεί. Να παίρνει την πραγματική του μορφή και να χαζεύει το τίποτα και το πάντα. Έτσι και το κορίτσι. Λούφαζε εκεί που δεν το έφτανε κανείς, έπαιρνε την πραγματική του μορφή και αγνάντευε το τίποτα και το πάντα. Έκατσε στην ίδια θέση ώρα πολλή βλέποντας τον όμορφο χορό να ξεθωριάζει με το πρώτο φως της μέρας. Κοίταξε απογοητευμένη τον ήλιο που ανέτειλε, ενώ όλα γύρω της ξαναγίνονταν συγκεκριμένα και δυσπρόσιτα.
Σαν απόρθητα κάστρα που την αποκάρδιωναν, που της σκότωναν και την παραμικρή ελπίδα να τα πλησιάσει και τη χλεύαζαν. Τα τσιμεντένια κτίρια, το έρημο πια μπαράκι στην άκρη της παραλίας λίγα μόλις μέτρα από το νερό, τα αλμυρίκια που μειδίαζαν θα έλεγες κουνώντας νωχελικά τα κλαδιά και τα φύλλα τους στην πρωινή αύρα, τα παγκάκια από κάτω τους στολισμένα με άδεια κουτάκια μπύρας κι αποτσίγαρα, που άφησαν οι βραδινοί τους επισκέπτες, το λιμάνι ακριβώς απέναντι με τα ψαροκάικα και τα ιστιοφόρα των παραθεριστών... Όλα την έδιωχναν. Της φώναζαν να φύγει μακριά τους. Της τραγουδούσαν χαρούμενα πως δεν τα άντεχε στο φως της μέρας και την έσπρωχναν- θα ορκιζόταν πως την έσπρωχναν - μακριά.
Σηκώθηκε βιαστικά και τα χαλίκια έτριζαν κάτω από το γοργό της βάδισμα. Σε λίγο βρισκόταν στο σπίτι της. Εκεί βασίλευε ησυχία και σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν ακόμη ξύπνιος για να ανοίξει τα παντζούρια και να αρχίσουν οι γνώριμοι ήχοι του σπιτιού. Γλίστρησε αθόρυβα στο δωμάτιο της και χώθηκε κάτω από το λεπτό σεντόνι της κοιτώντας εκνευρισμένη μια μικρή αχτίδα φωτός που πάρα τα ερμητικά κλειστά παραθυρόφυλλα και τις βαριές, σκούρες κουρτίνες κατάφερνε να τρυπώσει στο χώρο της και να τον βεβηλώσει. Να πληγώσει το πολύτιμο σκοτάδι της. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της από τις σκέψεις που την απασχολούσαν. Κι από εκείνες τις οποίες δεν τολμούσε καν να παραδεχτεί, μα συνεχώς της ψιθύριζαν στο αυτί πόσο δειλή ήταν. Πόσο τη βόλευε να μένει στο σκοτάδι. Πόσο το σκοτάδι φοβότανε το φως. Πόσο στο σκοτάδι βασίλευε στο τίποτα κι όχι στο πάντα. Πόσο πιο όμορφες ήταν οι πεταλούδες στο φως.

~ Copyright © Maria Nikolopoyloy~ All rights reserved

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου